- τἀπροσδόκητον
- ἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητοςunexpectedmasc/fem acc sgἀπροσδόκητον , ἀπροσδόκητοςunexpectedneut nom/voc/acc sgἐπροσδόκητον , προσδοκάωexpectimperf ind act 2nd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.